- συμπαγής
- compact
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
συμπαγής — joined together masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαγής — ές, ΝΑ αδιάσπαστα συμπεπηγμένος σε ένα σώμα νεοελλ. 1. στερεός και πυκνός («συμπαγής μάζα») 2. ενωμένος με ισχυρούς δεσμούς («συμπαγές κόμμα») 3. φρ. «συμπαγής χώρος» μαθημ. ο χώρος για κάθε ανοιχτή κάλυψη τού οποίου υπάρχει μια πεπερασμένη… … Dictionary of Greek
συμπαγής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. στερεός, πυκνός: Συμπαγή στρώματα της γης. 2. ενωμένος με στερεούς δεσμούς: Το κυβερνητικό κόμμα δεν είναι συμπαγές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπαγῆ — συμπαγής joined together neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) συμπαγής joined together masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) συμπαγής joined together masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαγεῖς — συμπαγής joined together masc/fem acc pl συμπαγής joined together masc/fem nom/voc pl (attic epic) συμπήγνυμι put together aor subj pass 2nd sg (epic) συμπᾱγεῖς , συμπήγνυμι put together aor subj pass 2nd sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαγές — συμπαγής joined together masc/fem voc sg συμπαγής joined together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγόβουνο — Συμπαγής όγκος πάγου ο οποίος αποσπάστηκε από τα μέτωπα των πολικών παγετώνων και επιπλέει στη θάλασσα, μεταφερόμενος στην τύχη από τους ανέμους και τα ρεύματα. Η μάζα των πάγων που αναδύεται από την επιφάνεια του νερού είναι μόνο ένα μικρό τμήμα … Dictionary of Greek
συμπαγοῦς — συμπαγής joined together masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ασυμπαγής — ές (Α ἀσυμπαγής, ές) ο μη συμπαγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συμπαγής < συμπήγνυμι, ύω] … Dictionary of Greek